Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό της φωτιάς στον χώρο του Πανεπιστημίου και σε συνδυασμό με τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς των παιδιών, ξεκινήσαμε να ασχοληθούμε με το θέμα της φωτιάς.
Αρχικά μιλήσαμε για ότι γνωρίζαμε σχετικά με την φωτιά. Ανάψαμε ένα κεράκι και παρατηρήσαμε την φλόγα, πως είναι η φωτιά, τι χρώμα έχει, σε τι χρησιμέυει κ.λ.π. Στην πορεία γίναμε φλόγες (με κορδέλες) και φουντώναμε με τον αέρα.
Ζωγραφίσαμε την φωτιά με πίρούνι πλαστικό!!!
Παίξαμε με μαθηματικές και χωτοταξικές έννοιες μεγάλο-μικρό, κοντά-μακριά, πάνω-κάτω κ.λ.π.
Κάναμε πειράματα με την φωτιά, τι καίγεται και τι δεν καίγεται!
Διαβάσαμε τον μύθο του Προμηθέα για την φωτιά.
Προμηθέας, ο προστάτης των ανθρώπων
Τέλος απευθυνθήκαμε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία του Ηρακλείου και τους ζητήσαμε να μας επισκεφθούν στο σχολείο μας και να μας ενημερώσουν για τους κανόνες πυρασφάλειας και πως να αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις,
Η επίσκεψη, όπως μας ενημέρωσαν, θα πραγματοποιηθεί μέσα στα πλαίσια της σχολικής χρονιάς...
οπότε θα επανέλθουμε κάποια στιγμή σε αυτή την θεματική ενότητα.
Αρχικά μιλήσαμε για ότι γνωρίζαμε σχετικά με την φωτιά. Ανάψαμε ένα κεράκι και παρατηρήσαμε την φλόγα, πως είναι η φωτιά, τι χρώμα έχει, σε τι χρησιμέυει κ.λ.π. Στην πορεία γίναμε φλόγες (με κορδέλες) και φουντώναμε με τον αέρα.
Ζωγραφίσαμε την φωτιά με πίρούνι πλαστικό!!!
Παίξαμε με μαθηματικές και χωτοταξικές έννοιες μεγάλο-μικρό, κοντά-μακριά, πάνω-κάτω κ.λ.π.
Παίξαμε με ταύτιση λέξεων
Οι λέξεις κρύφτηκαν μέσα στην τάξη, τις βρήκαμε και τις κολλήσαμε!
Κάναμε πειράματα με την φωτιά, τι καίγεται και τι δεν καίγεται!
Μιλήσαμε για το επάγγελμα του πυροσβέστη...
...και μάθαμε για τον αριθμό εκτάκτου ανάγκης
Διαβάσαμε τον μύθο του Προμηθέα για την φωτιά.
Προμηθέας, ο προστάτης των ανθρώπων
Αρχή της ιστορίας, καλησπέρα σας…
Ήτανε πολύ παλιά ένας καιρός που υπήρχανε μόνον οι θεοί στον κόσμο. Ναι! Βουνά, ποτάμια, θάλασσες, δέντρα και οι θεοί! Τίποτε άλλο! Ψέματα! Υπήρχε ήλιος και φεγγάρι και σύννεφα και βροχή. Αλλά μέχρις εκεί!
Όταν όμως ήρθε η ώρα κι ο καιρός να κατοικηθεί η γη, οι θεοί φτιάσανε όλα τα ζώα μέσα στη γη την ίδια, από χώμα και φωτιά, μπορεί από νερό και στάχτη, μπορεί κι από άλλα υλικά που ανακατεύτηκαν μ’ αυτά. Πριν τα αφήσουνε να βγουν να ζήσουνε στον κόσμο, ο Δίας ανέθεσε στον Προμηθέα να κάνει κάτι σημαντικό: «Ημίθεε γιε του Ιαπετού, εμπιστεύομαι σε σένα να μοιράσεις σε όλα ζώα που τώρα κρύβονται κάτω από τη γη, όλα τα εφόδια της ζωής για να ‘ναι ικανά και άξια να ζήσουν, καθώς και τα ονόματά τους.
Ο Επιμηθέας άκουσε το Δία, ενθουσιάστηκε πολύ με τη δουλειά του αδερφού του και τον έπεισε να αναλάβει μόνος του την κατανομή. «Άσε με, Προμηθέα, να τα μοιράσω εγώ σε παρακαλώ κι όταν τελειώσω, έλα να εξετάσεις αν όλα γίνηκαν σωστά», του είπε κι ο Προμηθέας από τη μεγάλη του αγάπη τον άφησε.
Άρχισε, λοιπόν, ο Επιμηθέας να δίνει πολύ όμορφα ονόματα στα ζώα: άλογο, λέοντας, ιππόκαμπος, λεοπάρδαλη…Ξέρετε κι άλλα υποθέτω, έτσι;
Άρχισε λοιπόν να τα ονοματίζει, να τα προικίζει με εξαιρετικά χαρακτηριστικά, να τα προστατεύει, άλλα από τα μεγάλα, άλλα από τα πονηρά, άλλα από τα γρήγορα, άλλα από τα μεγαλόσωμα ζώα. Πώς το έκανε αυτό; Πολύ απλό! Σε άλλα έδινε δύναμη δίχως γρηγοράδα, σε άλλα έδινε γρηγοράδα αλλά τα έκανε αδύναμα, σε άλλα έδινε φτερά, άλλα τα έβαλε να κατοικούν μέσα στη γη και εκεί να κρύβονται, σε άλλα έδωσε καβούκι, άλλα τα σκέπασε με αγκάθια. Έπειτα τακτοποίησε τα ζώα ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και ασφαλώς με το μέρος που ζούσαν. Φαντάζεστε δηλαδή να έδινε το τρίχωμα του λιονταριού στην τσιπούρα που ζει στη θάλασσα;
Έτσι, λοιπόν, άρχισε, άλλα να τα ντύνει με πυκνό τρίχωμα, άλλα με χοντρόπετσα δέρματα, άλλα με πέλματα σταθερά, άλλα με νύχια γαμψά, άλλα με δόντια κοφτερά. Ύστερα τους έδωσε προτίμηση στην τροφή, τους διάλεξε δηλαδή τι να τρώνε. Άλλα χορτάρια, άλλα βοτάνια, άλλα ρίζες, άλλα καρπούς, άλλα φύλλα κι άλλα να τρώνε…άλλα ζώα. Και τα ζώα που τρώγονταν από άλλα ζώα τα έκανε να γεννούν δέκα δέκα τα μικρά τους ενώ τα άλλα που κανείς δεν τα πείραζε γεννούσαν λίγα μωρά και αραιά πολύ. Κι αφού μοίρασε όλες τις δυνάμεις αυτές υπέροχα και σοφά στα ζώα, ο Επιμηθέας έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ότι είχε ξεχάσει ένα πολύ σημαντικό ζώο: τον άνθρωπο. Κι αυτόν τον είχε αφήσει χωρίς να του δώσει τίποτα. Ο Επιμηθέας είχε ακόμη μια φορά δικαιώσει το όνομά του. Γιατί, Επιμηθέας, σημαίνει αυτός που πρώτα κάνει κάτι και μετά το σκέφτεται.
Έρχεται ο αδερφός του ο Προμηθέας λοιπόν, κοιτά τα ζώα της ξηράς, της στεριάς, κοιτά του αέρα, όλα του φαίνονται σωστά καμωμένα! Κοιτάζει τον άνθρωπο και τι να δει; Γυμνός, χωρίς τρίχωμα, χωρίς παπούτσωμα, χωρίς νύχια γαμψά, χωρίς κανένα όπλο, χωρίς τίποτα.
Μα ήταν πια αργά. Ο Επιμηθέας είχε σπαταλήσει όλες τις δυνάμεις στα άλλα ζώα και για τον άνθρωπο δεν είχε μείνει τίποτα, καμιά δύναμη, κανένα εφόδιο. Κι όταν λίγο μετά, ήρθε η ώρα κι η στιγμή να βγει ο άνθρωπος στο φως του ήλιου και να ζήσει στη γη, ο Προμηθέας, προστάτης των ανθρώπων, έψαξε τη σωτηρία και τα όπλα του, έψαξε με τι θα τον προικίσει. Και έμαθε στους ανθρώπους να χτίζουν σπιτάκια για να προφυλάσσονται από τα κρύα και τα θηρία, να νικούν τις δυσκολίες, να καλλιεργούν τη γη, να κάνουν ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν του έμοιαζε αρκετό, κάτι του έλειπε…
Ήτανε πολύ παλιά ένας καιρός που υπήρχανε μόνον οι θεοί στον κόσμο. Ναι! Βουνά, ποτάμια, θάλασσες, δέντρα και οι θεοί! Τίποτε άλλο! Ψέματα! Υπήρχε ήλιος και φεγγάρι και σύννεφα και βροχή. Αλλά μέχρις εκεί!
Όταν όμως ήρθε η ώρα κι ο καιρός να κατοικηθεί η γη, οι θεοί φτιάσανε όλα τα ζώα μέσα στη γη την ίδια, από χώμα και φωτιά, μπορεί από νερό και στάχτη, μπορεί κι από άλλα υλικά που ανακατεύτηκαν μ’ αυτά. Πριν τα αφήσουνε να βγουν να ζήσουνε στον κόσμο, ο Δίας ανέθεσε στον Προμηθέα να κάνει κάτι σημαντικό: «Ημίθεε γιε του Ιαπετού, εμπιστεύομαι σε σένα να μοιράσεις σε όλα ζώα που τώρα κρύβονται κάτω από τη γη, όλα τα εφόδια της ζωής για να ‘ναι ικανά και άξια να ζήσουν, καθώς και τα ονόματά τους.
Ο Επιμηθέας άκουσε το Δία, ενθουσιάστηκε πολύ με τη δουλειά του αδερφού του και τον έπεισε να αναλάβει μόνος του την κατανομή. «Άσε με, Προμηθέα, να τα μοιράσω εγώ σε παρακαλώ κι όταν τελειώσω, έλα να εξετάσεις αν όλα γίνηκαν σωστά», του είπε κι ο Προμηθέας από τη μεγάλη του αγάπη τον άφησε.
Άρχισε, λοιπόν, ο Επιμηθέας να δίνει πολύ όμορφα ονόματα στα ζώα: άλογο, λέοντας, ιππόκαμπος, λεοπάρδαλη…Ξέρετε κι άλλα υποθέτω, έτσι;
Άρχισε λοιπόν να τα ονοματίζει, να τα προικίζει με εξαιρετικά χαρακτηριστικά, να τα προστατεύει, άλλα από τα μεγάλα, άλλα από τα πονηρά, άλλα από τα γρήγορα, άλλα από τα μεγαλόσωμα ζώα. Πώς το έκανε αυτό; Πολύ απλό! Σε άλλα έδινε δύναμη δίχως γρηγοράδα, σε άλλα έδινε γρηγοράδα αλλά τα έκανε αδύναμα, σε άλλα έδινε φτερά, άλλα τα έβαλε να κατοικούν μέσα στη γη και εκεί να κρύβονται, σε άλλα έδωσε καβούκι, άλλα τα σκέπασε με αγκάθια. Έπειτα τακτοποίησε τα ζώα ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και ασφαλώς με το μέρος που ζούσαν. Φαντάζεστε δηλαδή να έδινε το τρίχωμα του λιονταριού στην τσιπούρα που ζει στη θάλασσα;
Έτσι, λοιπόν, άρχισε, άλλα να τα ντύνει με πυκνό τρίχωμα, άλλα με χοντρόπετσα δέρματα, άλλα με πέλματα σταθερά, άλλα με νύχια γαμψά, άλλα με δόντια κοφτερά. Ύστερα τους έδωσε προτίμηση στην τροφή, τους διάλεξε δηλαδή τι να τρώνε. Άλλα χορτάρια, άλλα βοτάνια, άλλα ρίζες, άλλα καρπούς, άλλα φύλλα κι άλλα να τρώνε…άλλα ζώα. Και τα ζώα που τρώγονταν από άλλα ζώα τα έκανε να γεννούν δέκα δέκα τα μικρά τους ενώ τα άλλα που κανείς δεν τα πείραζε γεννούσαν λίγα μωρά και αραιά πολύ. Κι αφού μοίρασε όλες τις δυνάμεις αυτές υπέροχα και σοφά στα ζώα, ο Επιμηθέας έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ότι είχε ξεχάσει ένα πολύ σημαντικό ζώο: τον άνθρωπο. Κι αυτόν τον είχε αφήσει χωρίς να του δώσει τίποτα. Ο Επιμηθέας είχε ακόμη μια φορά δικαιώσει το όνομά του. Γιατί, Επιμηθέας, σημαίνει αυτός που πρώτα κάνει κάτι και μετά το σκέφτεται.
Έρχεται ο αδερφός του ο Προμηθέας λοιπόν, κοιτά τα ζώα της ξηράς, της στεριάς, κοιτά του αέρα, όλα του φαίνονται σωστά καμωμένα! Κοιτάζει τον άνθρωπο και τι να δει; Γυμνός, χωρίς τρίχωμα, χωρίς παπούτσωμα, χωρίς νύχια γαμψά, χωρίς κανένα όπλο, χωρίς τίποτα.
Μα ήταν πια αργά. Ο Επιμηθέας είχε σπαταλήσει όλες τις δυνάμεις στα άλλα ζώα και για τον άνθρωπο δεν είχε μείνει τίποτα, καμιά δύναμη, κανένα εφόδιο. Κι όταν λίγο μετά, ήρθε η ώρα κι η στιγμή να βγει ο άνθρωπος στο φως του ήλιου και να ζήσει στη γη, ο Προμηθέας, προστάτης των ανθρώπων, έψαξε τη σωτηρία και τα όπλα του, έψαξε με τι θα τον προικίσει. Και έμαθε στους ανθρώπους να χτίζουν σπιτάκια για να προφυλάσσονται από τα κρύα και τα θηρία, να νικούν τις δυσκολίες, να καλλιεργούν τη γη, να κάνουν ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν του έμοιαζε αρκετό, κάτι του έλειπε…
Η παράδοση της φωτιάς στους ανθρώπους: Βλέποντας τους ανθρώπους απροστάτευτους στη φύση, απέναντι σε όλα τα προικισμένα ζώα με αυτές τις σπουδαίες δυνάμεις, ο Προμηθέας πηγαίνει στο Δία και του ζητεί τη φωτιά. «Φύγε από εδώ που θέλουνε και φωτιά οι άνθρωποι. Είδες κανένα άλλο ζώο να μου ζητήσει τη φωτιά;», τον αποπήρε.
Ο Προμηθέας όμως δεν το έβαλε κάτω, παιδιά. Επισκέπτεται το εργαστήρι του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο, ένα πανέμορφο ελληνικό νησί, απ’ όπου παίρνει τη φωτιά κρυμμένη σε κάρβουνα αναμμένα και τη δίνει κρυφά στους ανθρώπους αλλάζοντας τη μοίρα τους και τη ζωή τους. Οι άνθρωποι με τη φωτιά έμαθαν να φτιάχνουν εργαλεία, να καλλιεργούν καλύτερα τη γη τους, να ζεσταίνονται τους χειμώνες, να μαγειρεύουν το φαί τους, να κάνουν θυσίες στους θεούς, να κάνουν ένα σωρό δουλειές.
Η οργή του Δία: Οργισμένος ο Δίας, όταν είδε τη φωτιά στους ανθρώπους, ζητεί από τον Ήφαιστο την αλήθεια. «Ο Προμηθέας την πήρε τη φωτιά», του ομολογεί εκείνος κι ο Δίας δένει τον Προμηθέα στους βράχους του Καυκάσου, του πανύψηλου βουνού, και στέλνει έναν τρομερό αετό να του τρώει κάθε μέρα τα σπλάχνα του. Καθώς όμως ο Προμηθέας ήταν αθάνατος, κάθε βράδυ γιατρευόταν και τα σπλάχνα του ξαναγίνονταν ολόκληρα.
Τριάντα χρόνια έμεινε δεμένος εκεί ο ήρωας των ανθρώπων, ο Προμηθέας, μέχρι που τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής που σκότωσε τον αετό και έσπασε τις αλυσίδες του.
Ο Προμηθέας όμως δεν το έβαλε κάτω, παιδιά. Επισκέπτεται το εργαστήρι του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο, ένα πανέμορφο ελληνικό νησί, απ’ όπου παίρνει τη φωτιά κρυμμένη σε κάρβουνα αναμμένα και τη δίνει κρυφά στους ανθρώπους αλλάζοντας τη μοίρα τους και τη ζωή τους. Οι άνθρωποι με τη φωτιά έμαθαν να φτιάχνουν εργαλεία, να καλλιεργούν καλύτερα τη γη τους, να ζεσταίνονται τους χειμώνες, να μαγειρεύουν το φαί τους, να κάνουν θυσίες στους θεούς, να κάνουν ένα σωρό δουλειές.
Η οργή του Δία: Οργισμένος ο Δίας, όταν είδε τη φωτιά στους ανθρώπους, ζητεί από τον Ήφαιστο την αλήθεια. «Ο Προμηθέας την πήρε τη φωτιά», του ομολογεί εκείνος κι ο Δίας δένει τον Προμηθέα στους βράχους του Καυκάσου, του πανύψηλου βουνού, και στέλνει έναν τρομερό αετό να του τρώει κάθε μέρα τα σπλάχνα του. Καθώς όμως ο Προμηθέας ήταν αθάνατος, κάθε βράδυ γιατρευόταν και τα σπλάχνα του ξαναγίνονταν ολόκληρα.
Τριάντα χρόνια έμεινε δεμένος εκεί ο ήρωας των ανθρώπων, ο Προμηθέας, μέχρι που τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής που σκότωσε τον αετό και έσπασε τις αλυσίδες του.
Τον δραματοποιήσαμε αυθόρμητα...
...και τον παρακολουθήσαμε και στον υπολογιστή.
Τέλος απευθυνθήκαμε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία του Ηρακλείου και τους ζητήσαμε να μας επισκεφθούν στο σχολείο μας και να μας ενημερώσουν για τους κανόνες πυρασφάλειας και πως να αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις,
Η επίσκεψη, όπως μας ενημέρωσαν, θα πραγματοποιηθεί μέσα στα πλαίσια της σχολικής χρονιάς...
οπότε θα επανέλθουμε κάποια στιγμή σε αυτή την θεματική ενότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου